- συνεκλαμβανομένων
- σύν-ἐκλαμβάνωreceive frompres part mp fem gen plσύν-ἐκλαμβάνωreceive frompres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκλαμβάνω — ΜΑ μσν. εννοώ συγχρόνως αρχ. 1. εκλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.) 2. μισθώνω φόρους μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλαμβάνω «αντιλαμβάνομαι, παίρνω, αρπάζω»] … Dictionary of Greek